περιρρηδής

περιρρηδής
-ές, Α
1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι
2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο
3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του
4. ύπτιος, υπτιασμένος
5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «περιρραγής, περιρρυής».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μορφή τής λ. περιρρηδής μάς επιτρέπει να τήν θεωρήσουμε σύνθ. από την πρόθεση περί και ένα αμάρτυρο ουδ. *ῥῆδος (πρβλ. περι-σκελής < σκέλος, περι-δεής< δέος). Το αμάρτυρο αυτό ουσ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια τού επιθ. ῥαδινός* «λεπτός, ευκίνητος, εύκαμπτος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιρρηδής — sprawling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρρηδεῖς — περιρρηδής sprawling masc/fem acc pl περιρρηδής sprawling masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρρηδές — περιρρηδής sprawling masc/fem voc sg περιρρηδής sprawling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιρρηδοῦς — περιρρηδής sprawling masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • обрету — инф. обрести, др. русск. обряту, обрѣсти, ст. слав. обрѩштѫ, обрѣсти εὑρίσκειν (Зогр., Мар., Клоц., Супр.) Родственно встретить, сретение (см.). Сближают с лит. surė̃sti, sùrėčiau поймать, ухватить (Бецценбергер, ВВ 26, 168). Дальше стоит лит …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Alexandre Polyhistor — Lucius Cornelius Alexander Polyhistor, ou Alexandre Polyhistor (en grec ancien Ἀλέξανδρος ὁ Πολυΐστωρ, le surnom polyhistôr signifiant « très érudit »), est un historien romain ayant vécu au Ier siècle av. J. C. à l époque de Sylla. Ses …   Wikipédia en Français

  • ALEXANDER Polyhistor — multa philologica et historica reliquit. Floruit Olymp. 173. quâ in Aegypto iterum regnavit Ptolemaeus Lathyrus, bellumque in Graecia gerebat L. Sylla. De hoc Alexandro ita scribit Suidas. Alexander Milesius, qui et Polyhistor, et Cornelius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • περιρρήδην — Α επίρρ. με τρόπο ολισθηρό, γλιστερά, σε θέση ή σχήμα επικλινές, κατηφορικά, απόκρημνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιρρηδής* κατά τα επιρρ. σε δην (πρβλ. άρ δην)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”